- χιτωνισκάριον
- χῐτων-ισκάριον, τό, Dim. of χιτωνίσκος, Eust.1166.51.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιτωνισκάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνισκάριον — τὸ, ΜΑ υποκορ. τ. τού χιτωνίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτωνίσκος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. θηκ άριον)] … Dictionary of Greek